Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

9:05 π.μ.

Του Νίκου Σαραντάκου
https://sarantakos.wordpress.com/

Τις Κυριακές συνηθίζω να έχω κάτι σχετικό με τη λογοτεχνία, κι έτσι σήμερα παρουσιάζω ένα βιβλίο, που είναι μεν λογοτεχνικό αλλά έχει κάποιες ιδιομορφίες· αν θέλαμε να το χαρακτηρίσουμε με μια λέξη θα το λέγαμε «αυτοβιογραφία», αλλά δεν είναι από τις συνήθεις αυτοβιογραφίες, όπου ο συγγραφέας ξεκινάει την εξιστόρηση της ζωής του από την παιδική του ηλικία. Επιπλέον, πράγμα ασυνήθιστο για αυτοβιογραφία, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν είναι ο αυτοβιογραφούμενος, αλλά κάποιος άλλος.
Άξονας της ιδιότυπης αυτοβιογραφίας του Αλέξη Πάρνη είναι η αλληλογραφία του με τον Νίκο Ζαχαριάδη, τον πρώην γραμματέα του ΚΚΕ, καθαιρεμένο πια και εκτοπισμένο στο Μποροβίτσι, κάπου ανάμεσα στο Λένινγκραντ και τη Μόσχα, από το 1956 έως το 1962. Ο Πάρνης συνδέθηκε στενά με τον Ζαχαριάδη μετά την καθαίρεση του τελευταίου, ήταν δηλαδή φίλος στα δύσκολα: φιλοξενούσε τον Σήφη, τον μικρό γιο του Ζαχαριάδη, του έστελνε την Αυγή, τον επισκεπτόταν όποτε μπορούσε. Είναι λοιπόν, πέρα από αυτοβιογραφία, η ιστορία της φιλίας ενός ποιητή κι ενός πολιτικού.
Για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ο Πάρνης μιλάει πολύ συνοπτικά. Το πραγματικό του όνομα είναι Σωτήρης Λεωνιδάκης, γεννήθηκε το 1924 στον Πειραιά, και από νέος έγραφε και συμμετείχε στην πνευματική κίνηση π.χ. στο περιοδικό Αργώ το 1943. Ο πατέρας του είχε ένα μικρό υφαντουργείο και στην κατοχή έκρυψαν την οικογένεια του εβραίου συνεταίρου του, πράγμα που έγινε αιτία να συνδεθεί ο νεαρός Σωτήρης με το ΕΑΜ και με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Συμμετείχε, ως καπετάν Αλέξης, διοικητής λόχου, στην τελευταία μάχη με τους Γερμανούς, στα περιβόλια του Ροσινιόλ τον Σεπτέμβρη του 1944. Στα Δεκεμβριανά πληγώθηκε στο γόνατο από θραύσμα χειροβομβίδας έξω από το φαρμακείο του Μπακάκου στην Ομόνοια. Μετά τη Βάρκιζα βρέθηκε στο Ρουμπίκ της Αλβανίας και στο Μπούλκες της Βοϊβοντίνας, όπως κι άλλοι καταδιωκόμενοι ελασίτες και τελικά γύρισε στην Ελλάδα στα τέλη του 1948 και συμμετείχε στην τελική φάση του εμφυλίου πολέμου ως υπολοχαγός-πολεμικός ανταποκριτής.


Ως πολιτικός πρόσφυγας σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι της Μόσχας, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον Ναζίμ Χικμέτ και με τον Μπορίς Παστερνάκ και άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του μεταφρασμένα στα ρωσικά. Το 1954 έγραψε ένα μεγάλο επικό ποίημα για τον Μπελογιάννη, για το οποίο τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της ΠΟΔΝ στη Βαρσοβία. Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη αρνήθηκε να τον αποκηρύξει και ήρθε σε σύγκρουση με τη νέα ηγεσία του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να σταματήσει να δημοσιεύει· είχε βέβαια προφτάσει να γίνει πολύ γνωστός και είχε αρκετούς φίλους που του συμπαραστάθηκαν, αλλά πέρασε δύσκολα χρόνια’ χάρη σε μια σειρά συμπτώσεις και ύστερα από αρκετές απορρίψεις, το θεατρικό του έργο Το νησί της Αφροδίτης, που ξεκίνησε να το γράφει κατά προτροπήν Ζαχαριάδη, με θέμα τον κυπριακό αγώνα, ανέβηκε τελικά το 1960 και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το έργο αυτό έγινε και το διαβατήριο για τον επαναπατρισμό του το 1962.
Κατά σύμπτωση, την ίδια εποχή ο Ζαχαριάδης κάνει το απονενοημένο διάβημα να παρουσιαστεί στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας και να ζητήσει να γυρίσει στην Ελλάδα για να δικαστεί. Οι δυο φίλοι συναντήθηκαν για τελευταία φορά τότε και μετά η επικοινωνία τους διακόπηκε: ο ένας επέστρεφε τροπαιούχος στην πατρίδα και ο άλλος έφευγε για πολύ χειρότερη εξορία, το Σουργκούτ της Σιβηρίας, όπου επρόκειτο να αυτοκτονήσει την 1η Αυγούστου 1973.
Ο Πάρνης δεν μιλάει παρά ελάχιστα για τα επόμενα χρόνια του από το 1962 ίσαμε σήμερα, παρά μόνο για να αναφερθεί σύντομα στις σαράντα μέρες που πέρασε στην γκορμπατσοφική Μόσχα το 1989, όταν ξαναβρήκε τους παλιούς του φίλους. Επομένως, η αυτοβιογραφία του ουσιαστικά σταματάει στο 1962, όταν σταματάει και η αλληλογραφία του με τον Ζαχαριάδη. Φυσικά, ο Πάρνης στο βιβλίο εξιδανικεύει την προσωπικότητα του Ζαχαριάδη και το ΚΚΕ της εποχής του, αλλά δεν υποσχέθηκε να είναι αμερόληπτος.
Ο Πάρνης δεν παρουσιάζει τα γράμματα του Ζαχαριάδη με χρονολογική σειρά, ούτε και τα παραθέτει όλα, αλλά τα εντάσσει στην αφήγησή του. Επίσης παρεμβάλλει στην αφήγηση πάμπολλα ποιήματα, τα περισσότερα δικά του, αλλά και μεταφράσεις από ποιήματα Ρώσων ποιητών· σε μερικά σημεία αυτό θυμίζει τα απομνημονεύματα του Ηλία Έρενμπουργκ, ο οποίος επίσης παρεμβάλλει συχνά ποιήματα στην εξιστόρησή του. Επίσης το βιβλίο έχει και πάρα πολλές φωτογραφίες, είτε του Πάρνη με συμπολεμιστές και ομοτέχνους είτε του Ζαχαριάδη, που έχουν πολύ ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.
Ο ποιητής Πάρνης γράφει ως επί το πλείστον σε παραδοσιακό στίχο, με μέτρο και ρίμα. Επίσης με μέτρο και ρίμα μεταφράζει όσα ποιήματα έχουν ρίμα και στο πρωτότυπο (κι αυτό δεν είναι εύκολο). Διάλεξα δυο τετράστιχα που τα πρόσεξα επειδή κοχλάζουν από το μίσος της αδελφοκτόνας σύγκρουσης μετά τα γεγονότα της Τασκένδης το 1956 κι επειδή είναι σε δεκαεφτασύλλαβο στίχο, που δεν είναι πολύ συχνός (εκτός Καζαντζάκη):
Λυσσάν ο Ισάκωφ στην Τασκέντη κι ο Σούσλωφ στο Κρεμλίνο
κι από κοντά οι μαυρόψυχοι γραικύλοι κάνουν πλάτες.
Ακούς της Πρέσπας το λυγμό, τον πατρικό του Γράμμου θρήνο;
καθώς τα τρένα κουβαλάν στη Σιβηρία τους αντάρτες;
“Είναι μαζί κι ο γιόκας μου”, λέει μια μάνα απ’ την πατρίδα.
“Τ’ άλλο παιδί μου τυραννιέται στα κάτεργα της Μακρονήσου.
Κι έτσι μου σπάσαν και τις δυο φτερούγες μες στην καταιγίδα.
Άμποτε η κόλαση διπλά να κάψει, Γιούδα, την ψυχή σου!”

Μια και είμαστε γλωσσικό ιστολόγιο, ξεχωρίζω ένα αστείο επεισόδιο με γλωσσικό ενδιαφέρον. Σε ένα σημείο, ο Πάρνης έχει κληθεί για συνάντηση με έναν αξιωματούχο του Κρεμλίνου ο οποίος προσπαθεί να τον πείσει να γράψει ένα γράμμα προς τους ζαχαριαδικούς της Τασκένδης για να τους πείσει να «ανανήψουν». Εκείνος αρνείται και πάνω στην κουβέντα λέει ότι αποκλείεται να αλλάξει μυαλά γιατί είναι πεισματάρης Κρητικομανιάτης. Ο ρώσος, που ξέρει τις λέξεις «κριτική» και «μανία» γιατί υπάρχουν τα ανάλογα δάνεια στα ρώσικα, απορεί: υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο φιλοσοφικό ρεύμα, αίρεση, δοξασία, με κάποιους που έχουν τη μανία της κριτικής;
Κι άλλο ένα, με γλωσσικό-λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Την εποχή που ο Πάρνης βρισκόταν σε δυσμένεια και ήταν κομμένος από το ραδιόφωνο και τα περιοδικά, ένας σοβιετικός φίλος του που ήταν διευθυντής σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό τον βοήθησε με το εξής τέχνασμα: του ζήτησε να στείλει έναν κύκλο πολύστιχων ποιημάτων του για δημοσίευση, πάνω από 1000 στίχους. Η αμοιβή για τους καθιερωμένους ποιητές ήταν 14 ρούβλια ο στίχος και βάσει του νόμου ο ποιητής έπαιρνε προκαταβολή τα μισά. Η δημοσίευση δεν γινόταν ποτέ, αφού την έκοβε η λογοκρισία, αλλά με τα χρήματα της προκαταβολής ο ποιητής ζούσε την οικογένειά του για πεντέξι μήνες. Τέτοια τεχνάσματα βοήθησαν και την Αχμάτοβα και τον Ζότσενκο και άλλους πολλούς. Το γλωσσικό ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι ο Πάρνης χρησιμοποιεί τη λέξη γκονοράλ (αμοιβή), που είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι έχει λατινική προέλευση γιατί το αρχικό h (η δική μας δασεία) προφέρεται γκ- στα ρώσικα (γι’ αυτό και, π.χ., τον Ηράκλειτο τον λένε Γκερακλίτ, εκθέτοντας έναν μεταφραστή που δεν το ήξερε).
Γλωσσικό ενδιαφέρον (και όχι μόνο) έχουν και τα γράμματα του Ζαχαριάδη. Παραθέτω ένα σύντομο, γραμμένο στις 9.3.1957, αμέσως μετά τη διαγραφή του Ζαχαριάδη από το ΚΚΕ:
Θάμαθες τα νέα μου. Με διέγραψαν απτό κόμα ύστερ’ από 36 χρόνια! Έτσι, είμαστε και οι δυο στον ίδιο παρανομαστή. Ας είναι, θα γυρίσει ο τροχός να χαρεί κι ο φτωχός. […] Η δουλειά μου εδώ πάει κανονικά. Δεν ξαίρω αν θάχει σαφτήν αντίχτυπο η καινούργια κοματική μου κατάσταση ή ακαταστασία, όταν μαθεφτεί εδώ.
            Γεια-χαρά
            Νίκος
(Αυτός ήταν ο στερεότυπος χαιρετισμός του, που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο).
Όπως βλέπετε, ο Ζαχαριάδης έγραφε μονά μερικά διπλά σύμφωνα (κόμα αντί κόμμα, αλλά σε άλλες περιπτώσεις κρατάει το διπλό σύμφωνο), και με β και φ αντί για ευ και αυ· επίσης δεν έβαζε την απόστροφο στο «απ’», κι έτσι γράφει «απτό κόμα» αντί για «απ’ το κόμμα». Εδώ δεν υπάρχει σύγχυση με το επίθετο απτός, αλλά σε ένα άλλο απόσπασμα θα έλεγα ότι ίσως μπορεί να μπερδευτεί κανείς:
Αγαπητέ Αλέξη,
Πήρα το γράµα σου της «διαγραφής» και µια και τόγραψες σεκλετισµένος, και δεν έπιασες άλλα απτά «µικρά πραµατάκια», και γω θα σταθώ στα συνταραχτικά κυριολεχτικά γεγονότα που µε καταπληχτική ταχύτητα ξετυλίγονται γύρω µας.
Δίπλα στα Σουέζ, την ίδια -για να μην πω πολύ περισσότερη- σημασία έχουν τα ουγγαρέζικα γεγονότα, που ασφαλώς για πολλούς θα πέσουν σαν Ιμαλάια πάνω σε ξαναμένα κεφάλια και ξέγνοιαστες φαλάκρες.
Το γράμμα είναι γραμμένο την εποχή της κρίσης στο Σουέζ και της ουγγρικής εξέγερσης. Όχι “απτά” πραματάκια αλλά “απ’ τα”.
Κι ένα τελευταίο. Στο σύντομο επίμετρο, που το υπογράφει ο φίλος ιστορικός Γιώργος Πετρόπουλος, παρατίθεται ένα ακόμα γράμμα του Ζαχαριάδη που το πρόσεξα επειδή αναφέρεται σ’ ένα πραγματολογικό θέμα που το έχουμε συζητήσει σε κάποια σχόλια εδώ στο ιστολόγιο. Γράφει ο Ζαχαριάδης: Με το ΚΚΕ δε με χώριζε και δε με χωρίζει τίποτε (…) Βέβαια παρεμβλήθηκαν οι γνωστές «ανορθογραφίες», μ’ αφτές δεν έχουν καμιά σχέση με το ΚΚΕ και τον αγώνα του λαού μας, που θάρτει μέρα (έσεται ήμαρ!) και τις ανορθογραφίες αυτές θα τις ξεγράψει με το λαγοπόδαρο.
Στα σχολεία τον παλιό καιρό, χρησιμοποιούσαν το λαγοπόδαρο για να σβήνουν τα γραμμένα με κιμωλία στον μαυροπίνακα.












Written by

We are Creative Blogger Theme Wavers which provides user friendly, effective and easy to use themes. Each support has free and providing HD support screen casting.

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top