Δεν ξέρω για τι προόριζε τον εαυτό του ο Κωστής Παπαγιώργης, όταν παράτησε τη Νομική Θεσσαλονίκης και πήγε στο Παρίσι για να διαβάσει μετά μανίας. Μάλλον για το στάδιο της φιλοσοφίας, για να μελετήσει και να γράψει για εκείνο που θα θεωρούσε ασφαλώς τότε το μόνο άξιο λόγου ερώτημα, το ερώτημα του Είναι. Τελικά, πάντως, ανεξάρτητα από τα αρχικά σχέδια και τις φιλοδοξίες, όποια κι αν ήταν, έγινε εκείνο που ήταν να γίνει: δοκιμιογράφος. Ο καλύτερος που έχουμε. Ο Παπαγιώργης δεν είναι ακαδημαϊκός μελετητής που χάνει τη φωνή του από τον τρόμο των παραπομπών, δεν είναι διανοούμενος, ένας δηλαδή που παρεμβαίνει στον δημόσιο χώρο με θέσεις και απόψεις για κρίσιμα θέματα της επικαιρότητας, δεν είναι φιλόσοφος, κι ας έχει φάει τη φιλοσοφία με το κουτάλι, γιατί δεν έχει ένα συνεκτικό σύστημα ιδεών, αλλά η βιοθεωρία του συνάγεται, όπως σε κάθε γνήσιο δοκιμιογράφο, δεν αναπτύσσεται αναλυτικά και επιχειρηματολογημένα. Είναι συγγραφέας.



O Παπαγιώργης συγκέντρωσε στο πρόσωπό του, «με καιρό και με κόπο» και με κόστος, όλες τις προϋποθέσεις ενός σπουδαίου δοκιμιογράφου. Είχε αμέτρητα διαβάσματα κάθε είδους (φιλοσοφία, μυθιστόρημα, ιστορία), διαβάσματα των μεγάλων έργων, όχι διαβάσματα για τα μεγάλα έργα. Διέθετε προσωπικό βλέμμα πάνω στα πράγματα, δεν αναμασούσε ετοιμοπαράδοτες κοινοτοπίες. Είχε έξοχο γλωσσικό όργανο. Δοκίμιο, μεθόριο είδος μεταξύ λογοτεχνίας και στοχασμού ή είδος συναιρετικό λογοτεχνίας και στοχασμού, δεν γράφεται χωρίς εκφραστικό τάλαντο. «Φρασάκια» είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο ίδιος τον εαυτό του, κατασκευαστή φράσεων, γιατί στο δοκίμιο το νόημα δεν υπερτερεί της διατύπωσής του, αλλά πρέπει να βρει την προσίδια έκφρασή του, να έχει, με άλλα λόγια, το κείμενο ύφος.
Όλα αυτά είναι απαραίτητα, μα δεν αρκούν. Για να γράψεις δοκίμιο, πρέπει να έχεις λογαριασμούς να λύσεις με τη ζωή, χρειάζεται προσωπικό ερώτημα που θα πηγάζει από σένα, από τα πάθη και τα βάσανά σου. Το πολυτιμότερο βιβλίο του δοκιμιογράφου είναι ο εαυτός του, αν λάβει την τολμηρή απόφαση να τον διαβάσει με ειλικρίνεια. Ο Παπαγιώργης, με μια κίνηση που μοιάζει συγγραφικά αυτοκαταστροφική, αλλά ήταν βαθιά δημιουργική, εγκαταλείπει, το 1987, τον δρόμο των πρώτων του πολύ φιλόδοξων βιβλίων και σχεδίων και στρέφεται προς τα ανθρώπινα πάθη, στην απέραντη επικράτεια του κακού, προσπαθώντας να λύσει ακριβώς τους δικούς του ανοιχτούς λογαριασμούς: μέθη, ερωτική ζήλια, φθόνος, μνησικακία, εκδίκηση, δολιότητα, πόλεμος, κακοφορμισμένα αισθήματα... Ως βαθύς μηδενιστής, έψαχνε την ιδιοτέλεια πίσω από τις αγαθές προθέσεις, ανίχνευε το κακό ακόμη και εκεί όπου όλοι έβλεπαν καλές πράξεις. Το βλέμμα του δεν το τράβηξε το σκάνδαλο του αγαθού, η εξαίρεση της καλοσύνης, αλλά η ατέλειωτη ευρηματικότητα του κακού. Το κακό δεν το φοβάται, τον σαγηνεύει. Χωρίς τη βιβλιοθήκη του, τα γραψίματα αυτά κινδύνευαν να πέσουν στον λάκκο της αμεσότητας του βιώματος. Χάρις στα διαβάσματά του όμως, ιδίως τα φιλοσοφικά, τράφηκαν από το προσωπικό βίωμα, αλλά έγιναν δοκίμια. Ο Παπαγιώργης δεν είναι εξομολογητικός (με εξαίρεση το Σύνδρομο αγοραφοβίας).
Το 1997 ο ανατόμος του κακού θα αιφνιδιάσει με το βιβλίο του για τον άγιο, όπως τον είπαν, των ελληνικών γραμμάτων. Θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης εκφράζει την αγιότητα της μικρής παραδοσιακής κοινότητας και τον υπερασπίζεται με θερμή αγάπη. Το πράγμα έχει ευρύτερη σημασία για το έργο του: μετά την εξερεύνηση των ατομικών παθών, ο Παπαγιώργης στρέφεται προς τον ελληνικό κόσμο, θέλει να δει με τα δικά του μάτια τι είναι αυτός ο τόπος στη γλώσσα του οποίου γράφει. Έχει ασφαλώς τη σημασία του ότι είναι ο Παπαδιαμάντης αυτός μέσα από τον οποίο θα αρχίσει τη μελέτη της νεοελληνικής ιδιαιτερότητας, δεν είναι ούτε ο Κοραής, ούτε ο Σολωμός, ούτε ο Ροΐδης. Δεν θα μπορούσε να ήταν αυτοί, η οξύνοιά του είχε δει πάλι σωστά, μόνο ο Παπαδιαμάντης θα μπορούσε να ήταν. Το δοκίμιό του για τον Σκιαθίτη ανοίγει τον δρόμο της τριλογίας του για το Εικοσιένα. Τα βιβλία αυτά τα αποδοκίμασε η ακαδημαϊκή ιστοριογραφική κοινότητα, είτε από συντεχνιακό φθόνο, γιατί ο παρείσακτος της πήρε την μπουκιά από το στόμα, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, γιατί τα παρανόησε, τα διάβασε δηλαδή όπως διαβάζει τις διατριβές που υποβάλλονται στην κρίση της, ενώ είναι και αυτά δοκίμια για την κατανόηση του ιδρυτικού γεγονότος του νεοελληνικού κράτους και της σημασίας του για τον ψυχισμό μας και την πολιτική και κοινωνική μας κατάσταση μέχρι σήμερα.
Ο Κωστής Παπαγιώργης είναι σπουδαίος δοκιμιογράφος, όχι συγκριτικά με τους υπόλοιπους γραφιάδες της χώρας, αλλά με απόλυτα κριτήρια. Προσωπικά δεν γνωρίζω πολλούς καλύτερους συγγραφείς δοκιμίου από αυτόν στη σημερινή Ευρώπη. Τώρα που ο Παπαγιώργης είναι πια το έργο του, ας στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτό. Κατ' αρχάς, ας συγκεντρώσουμε τα χιλιάδες κυριολεκτικά κείμενά του, ας τα εκδώσουμε (όλα;) και κυρίως ας τα μελετήσουμε ξανά και ξανά όλα μαζί, υπό το πρίσμα πια συγκεκριμένων ερωτημάτων. Η ζωή του προσφέρεται, φευ, για πολλές «καταθέσεις ψυχής», για συναισθηματικό χυλό, με άλλα λόγια, δήθεν καταραμένο -ό,τι χειρότερο. Όσοι επιτηδεύονται στο είδος ας το κάνουν. Οι άλλοι ας στρέψουμε την προσοχή μας στο έργο του, όχι για να βρούμε ποιος ήταν εκείνος στη ζωή του -«απ' όσα έκαμα κι απ' όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν», (Καβάφης)-, αλλά τι σημαίνει για μας, ατομικά και συλλογικά, το έργο αυτό.

* Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι συγγραφέας