Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ν. Λαπαθιώτη “Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες”

3:55 π.μ.

http://sarantakos.wordpress.com

Κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες, από τις εκδόσεις “Ερατώ” και σε δική μου φιλολογική επιμέλεια, η συλλογή διηγημάτων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη “Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες”. Το βιβλίο περιέχει 29 διηγήματα του Λαπαθιώτη, δημοσιευμένα από το 1924 έως το 1929, δηλαδή όταν ο γεννημένος το 1888 ποιητής ήταν μεταξύ 35 και 40 χρονών -πρόκειται δηλαδή για διηγήματα της ωριμότητας. Πρόθεσή μου είναι, καιρού επιτρέποντος, να συνεχίσω με το υπόλοιπο διηγηματογραφικό του έργο, δηλαδή να εκδοθεί και ένας τρίτος τόμος με διηγήματα, μπορεί και δύο. Το 2012 είχα εκδώσει, πάλι από την Ερατώ, τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του Λαπαθιώτη, “Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες“, με νεανικά διηγήματα γραμμένα μεταξύ του 1908 και του 1923.
Ο δεύτερος αυτός τόμος περιέχει, σε επίμετρο, δυο μικρά νεανικά πεζογραφήματα του Λαπαθιώτη, που αν είχαν εντοπιστεί νωρίτερα θα είχαν μπει στον πρώτο τόμο. Βλέπετε, δεν έχει καταρτιστεί εργογραφία του Λαπαθιώτη, κι έτσι τα κείμενά του βρίσκονται διασκορπισμένα σε περιοδικά και εφημερίδες. Έτσι, συνολικά το βιβλίο έχει 31 διηγήματα. Τα περιεχόμενα του βιβλίου και άλλα στοιχεία της έκδοσης, από την παρουσίαση στο ηλεβιβλιοπωλείο της Πολιτείας, εδώ.
Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά την αυτοκτονία του, στις 8 Ιανουαρίου 1944 στο πατρικό του σπίτι, στη γωνία των οδών Οικονόμου και Κουντουριώτου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης όχι μόνο δεν έχει λησμονηθεί, αλλά απροσδόκητα βρίσκεται όλο και περισσότερο στην επικαιρότητα. Λιγότερο απροσδόκητο είναι το ότι οι νεότερες εργασίες για τον Λαπαθιώτη αφορούν κυρίως το πεζό του έργο, το οποίο είχε μείνει στη σκιά του ποιητικού και εξακολουθεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, να παραμένει ανέκδοτο. Για παράδειγμα, στην «Έκτη συνάντηση εργασίας μεταπτυχιακών φοιτητών του τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ», τον Μάιο του 2011, έγιναν δύο ανακοινώσεις για το πεζό έργο του Λαπαθιώτη.


Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης βέβαια είναι κυρίως γνωστός ως ποιητής, και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, αλλά άφησε μεγάλο σε έκταση και ποικίλο σε μορφή πεζογραφικό έργο. Από αυτό έχουν εκδοθεί η αυτοβιογραφία του (“Η ζωή μου” σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα από τον Κέδρο) και δυο νουβέλες (“Το τάμα της Ανθούλας” σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα από τις εκδ. Λιβάνη και “Κάπου περνούσε μια φωνή” από τις εκδ. Ερατώ σε δική μου επιμέλεια), καθώς και η συλλογή διηγημάτων “Μαραμένα μάτια”. Εκτός από τα διηγήματα έχει γράψει επίσης πεζά ποιήματα, στοχασμούς και χρονογραφήματα, καθώς και μη λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως κριτικές και αισθητικές επιφυλλίδες.

Τα περισσότερα από τα διηγήματα του τόμου αυτού δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Μπουκέτο, το ποιοτικό λαϊκό περιοδικό με το οποίο συνεργάστηκε ο Λαπαθιώτης από το πρώτο του τεύχος ως το τέλος της ζωής του (της ζωής του ποιητή, εννοώ, που αυτοκτόνησε τον Γενάρη του 1944· το περιοδικό φυτοζώησε ένα-δυο χρόνια ακόμα). Ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε βεβαίως με πάμπολλα έντυπα, τόσο σοβαρά όσο και λαϊκά, αλλά μόνο με το Μπουκέτο και με τη Νέα Εστία είχε τόσο μακρόχρονη συνεργασία. Το ιστολόγιο έχει αναφερθεί στο Μπουκέτο περιστασιακά -δείτε εδώ ένα άρθρο αφιερωμένο στο Ημερολόγιο του Μπουκέτου, ένα πανηγυρικό τεύχος που έβγαινε κάθε χρόνο κοντά στα Χριστούγεννα.
Συνολικά, ο Λαπαθιώτης εμπιστεύθηκε στο Μπουκέτο πολύ περισσότερο φιλολογικό υλικό του παρά σε οποιοδήποτε άλλο έντυπο, ανάμεσα στ’ άλλα και την αυτοβιογραφία του, τη νουβέλα “Το τάμα της Ανθούλας” (και τα δυο σε συνέχειες) αλλά και πολλές δεκάδες ποιήματά του, πεζοτράγουδα και διηγήματα. Η συνεργασία δεν ήταν συνεχής, υπήρχαν πολύχρονες διακοπές, και φαίνεται ότι κατά καιρούς οι σχέσεις του Λαπαθιώτη με τους ανθρώπους του Μπουκέτου ψυχράνθηκαν. Παρά τους καβγάδες όμως, ο Λαπαθιώτης τελικά πάντοτε επέστρεφε και ξανάδινε συνεργασία. Ίσως είχε βρει στο Μπουκέτο ένα εκφραστικό βήμα για να φτάνουν τα κείμενά του σε πλατύτερα στρώματα αλλά που διατηρούσε ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας που άλλα λαϊκά περιοδικά, στα οποία ο Λαπαθιώτης είχε περιστασιακά δώσει συνεργασία, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν.
Ένα διήγημα του τόμου, ο Πιερότος, έχει ήδη δημοσιευτεί στο ιστολόγιο. Δημοσιεύω εδώ ένα ακόμα, που δεν πρωτοδημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, αλλά στο βιβλίο “Διαλεχτές ιστορίες”, μια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 1926 σε επιμέλεια Γρ. Ξενόπουλου, από τις εκδόσεις Ι. Ράλλη. Η συλλογή περιλάμβανε δεκατρία διηγήματα, το καθένα διαφορετικού συγγραφέα· οι περισσότεροι ήταν γνωστά ονόματα στην εποχή τους και κάποιοι είναι και σήμερα: Στέφανος Δάφνης, Αιμιλία Δάφνη, Δ. Βουτυράς, Ν. Λαπαθιώτης, Π. Ταγκόπουλος, Ίσαντρος Άρις [= Ν. Χάγερ-Μπουφίδης], Χάρης Σταματίου, Α.Δ.Παπαδήμας, Κ. Φωτάκης, Κ. Φαλτάιτς, Β. Φρέρης, Ν. Κατηφόρης, Χρ. Αγγελομάτης. Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω τον Μάνο Τραϊανό που μου υπέδειξε τη δημοσίευση και τον Βαγγέλη Δαρδαντάκη που βοήθησε στην επαλήθευση με αυτοψία στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Το καντηλάκι μέσ’ στο «Φτωχικό»
… Ένα βραδάκι πνιγηρό του Νοεμβρίου (κατά τις πέντε, λίγο πριν νυχτώσει, ήταν πεσμένη μια ψιλή ψιλή βροχούλα, μα ύστερα δε βάσταξε πολύ), μες στην ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση, είχαν ανταμώσει τρεις νομάτοι: ο Βάθρακας, δεινός μανιταρτζής[1], ο επικαλούμενος και Σταύρακας, ο Νίκος ο Ζαμπόχος –η Αλάνα– κι η αλεπού, ο Γιάννης τ’ Αξιωτάκι. Καθόσανε στο ίδιο το τραπέζι, και κρυφομιλούσαν επί ώρες, με ζωηρές και χαμηλές φωνές, μ’ εκφραστικά παιχνίδια του προσώπου, με μισοκλεισίματα ματιών, με μυστηριώδεις, ξαναμμένες και κάπως νευρικές χειρονομίες.
Καθόσανε κι οι τρεις κοντά κοντά, παράμερα, στην άκρη, προς τον τοίχο, πίσω από το ξύλινο το χώρισμα –κι εξέταζαν με προσοχή τους άλλους, και γύριζαν ανήσυχα τα μάτια, σε κάθε μισοτρίξιμο της πόρτας· ήταν κι οι τρεις τους αρκετά στα κέφια –είχανε πιει από νωρίς έναν περίδρομο– αν και φαινόσαν αρκετά συγκρατημένοι.
Στο εικονοστάσι της ταβέρνας, δίπλα στην ασημένια Παναγίτσα, ένα μικρούλι άσπρο καντηλάκι –και που ποτέ δεν έσβηνε πιστεύω– έριχνε πού και πού, στα σκοτεινά, μικρές αναλαμπές παρηγοριάς.
Ο μπαρμπα-Θανάσης, ο χοντρός, παρ’ όλα τα φτωχά, τα μαραζάρικα, τα κακομοιριασμένα γερατειά του, με τ’ ανασκουμπωμένα του μανίκια, με τη μεγάλη λεκιασμένη του ποδιά, πήγαινε κι ερχόταν, αεικίνητος· πετούσε τα λογάκια και τ’ αστεία του, και πάλι ξαναγύριζε στο μπάγκο, κι έδινε τα ρέστα στους πελάτες, κι έπειτα πήγαινε πάλι και καθότανε, μαζί με τη δική του την παρέα –μ’ ένα φαντάρο, μακρινό του ανιψίδι, μ’ ένα λεβέντη μοίραρχο απόστρατο, και τρεις ακόμα θλιβερούς συνταξιούχους –τρία ανεκδιήγητα σαράβαλα– που κουτσοπίναν μες στα ποτηράκια τους, και διηγόσαν ιστορίες του εξήντα.
Ήταν τώρα δέκα περασμένες· έξω, έβρεχε και πάλι σιγανά, έβρεχε και πάλι σταματούσε –και σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, έφερνε μια δροσούλα παγερή, και μια βαριά και μελαγχολική, σαν άρρωστη και σάπια, μυρουδιά από βρεμένο, νοτισμένο χώμα.
Στη μακρινή εκείνη συνοικία, η ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση, μονάχ’ αυτή κατόρθωνε να έχει, αποκλειστικά κι από καιρό, το μέγα κι αναφαίρετο προνόμιο, να μένει παραπάνω απ’ τις έντεκα· θα πεις, ποιος ήταν ακριβώς ο λόγος που της γινόταν η εξαίρεση εκείνη: η ταβέρνα ήταν τόσο μακριά, τόσο έξω κι από τόπο κι από χρόνο, που οι αστυνομικές οι διατάξεις έχαναν καθ’ οδόν τη δύναμή τους, και είτε έφταναν αδυνατισμένες, είτε δε φτάνανε ποτέ ίσαμε κει… Κι εξάλλου, μέσ’ στους ταχτικούς πελάτες ήταν κι ο νωματάρχης του σταθμού –τρώγοντας πάντα, εννοείται, βερεσέ– και την είχε πάρει, σα να λέμε, υπό την άμεσή του προστασία. Κι αυτό γινόταν, ως εκ παραδόσεως, μ’ όλους τους περασμένους, τους παρόντας, τους διαδοχικούς νωματαρχαίους –και ήταν τώρα ένας νόμος άγραφος, δεν ξέρω τι το καθιερωμένο, που δε χωρούσε φυσικά συζήτηση.
Κι οι τρεις εκείνοι μικρολωποδύτες, την είχαν κάνει ένα είδος άσυλό τους –κι ας ήταν, έτσι, σ’ επαφή διηνεκή, μέρα και νύχτα, με την εξουσία· η λωποδυτική τους ιδιότητα δεν ήταν βλαβερή στη συνοικία, και φρόντιζαν να κάνουνε τα κόλπα τους, όσο πιο μακρύτερα μπορούσανε. Σε κείνη την ακτίνα, οπωσδήποτε, δεν κοτούσαν να πειράξουνε κανένα· αν και πιασμένοι επανειλημμένως, και φωτογραφημένοι από χρόνια, διατηρούσαν μερικά προσχήματα, κι έδειχναν πως είχαν ησυχάσει.
Κι έπειτα, ποιος λίγο ποιος πολύ, όλοι εκείνοι που συχνάζαν εκεί μέσα –εκτός απ’ την παρέα, εννοείται, του ταβερνιάρη, του μπαρμπα-Θανάση (αν και τι ξέρουμε, στ’ αλήθεια, και για κείνη;), είχανε χρηματίσει λωποδύτες· κι ο νωματάρχης, φρόνιμα ποιών, απόφευγε και κείνος, εκ συστήματος, να πολυεξετάζει τα καθέκαστα της πελατείας του μπαρμπα-Θανάση – κι έπινε ποτηράκια, και καθότανε αδιακρίτως, μ’ όλες τις παρέες. Έκανε, μ’ άλλα λόγια, στραβά μάτια.
Ως κι οι καυγάδες που γινόσαν εκεί μέσα, διατηρούσαν κάποιο χαρακτήρα πολύ στενά οικογενειακό: δεν ξεπερνούσανε την πόρτα της ταβέρνας –μήτε ποτέ που φτάνανε στο τμήμα· κι έτσι βαδίζαν όλα μια χαρά, μέσ’ στην ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση…
Κι η ταμπέλα που κρεμότανε απ’ έξω,
ΟΙΝΟΜΑΓΗΡΙΟΝ
ΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
η ντενεκεδένια η ταμπέλα, ξεβαμμένη με βροχές και με λιακάδες, τραμπαλιζόνταν ώρες ώρες τόσο ήσυχα, και μ’ έναν τρόπο σα να νύσταζε και κείνη… Δεκάξι χρόνια σάπιζε κει πάνω και μόλις, τώρα, διαβαζόνταν απ’ τη σκόνη.
Σε λίγο –πλησιάζανε μεσάνυχτα– ήρθε κι ο νωματάρχης, αρειμάνιος, συνοδευμένος από τρεις χωροφυλάκους, και κάτσανε σε μια γωνιά, να φάνε.
Και το καντηλάκι, στα ψηλά, έφεγγε τώρα μελαγχολικά, όσο μπορούσε πιο γλυκά και πιο μειλίχια, με το θαμπό του φως, το λυπημένο –και συνιστούσε πάντα στους ανθρώπους, ομόνοια, υπομονή, και ταπεινή καρδιά…
*
Άξαφνα μπήκε μέσα μια γυναίκα, μια ζαρωμένη και κοντή γριούλα, κουτσή, τρεμουλιαστή και κακομοίρα· έψαχνε με τα μάτια της να βρει το νωματάρχη· ένας λυγμός ανέβαινε στο στήθος της, που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει· τρεκλούσε δω και κει, σα μεθυσμένη. Μόλις έφτασε κοντά στο νωματάρχη, σκόνταψε και κυλίστηκε στα γόνατα. Ο μπαρμπα-Θανάσης κι ο φαντάρος, σηκώθηκαν και τρέξανε κοντά της. Ο νωματάρχης, γύρισε και κείνος, ενοχλημένος απ’ τη φασαρία· χωρίς να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του, άπλωσε το χέρι να την πιάσει. Με χίλιους κόπους τη σηκώσαν από χάμου, και της φέραν μια καρέκλα για να κάτσει.
Έγινε τότε σιωπή μες στην ταβέρνα. Όλοι καταλαβαίναν τώρα γύρω, πως κάτι έμελλε σπουδαίο να συμβεί, κι η κυρα-Θανάσαινα, περίεργη, πρόβαλε και κείνη από μέσα, κι έμεινε με τον τέντζερε στο χέρι.
— Τι έπαθες, κυρούλα; Τι σου κάνανε;…
Η γριούλα ξέσπασε στα κλάματα· κλάματα βαθιά, σπαραχτικά, γόοι και λυγμοί μαζί, κομμένοι:
— Με κλέψανε, παιδάκια μου, με κλέψανε!… Μου πήραν όλο μου το βιος, της κακομοίρας! Που να κοπεί το χέρι τους, παιδάκια μου! Που να μη δούνε Θεού πρόσωπο, παιδάκια μου!…
Κι η γριούλα έκλαιγε και σπάραζε. Με χίλια βάσανα και κόπους, τελοσπάντων, κατόρθωσαν να μάθουν τι συμβαίνει: η γριούλα, μια παλιά γειτόνισσα, είχε βρεθεί από νωρίς στην εκκλησία· ξημέρωνε δεν ξέρω ποια γιορτή, κι ήταν εσπερινός κι ολονυχτία· βγάζοντας εκείθε τα μεσάνυχτα, μαζί με τη μικρή την εγγονούλα της, βρήκε το σπιτικό της άνω κάτω· βρήκε το κομό της ανοιγμένο, τα συρτάρια πεταμένα κάτω, όλο το ρουχικό της ρημαγμένο –και, το σπουδαιότερο απ’ όλα, πέντε χιλιαδούλες, οι μονάκριβες, όλος ο θησαυρός των γερατειών της, είχαν κάνει ξαφνικά φτερά!
Ο νωματάρχης το πήρε στο φιλότιμο.
Σηκώθηκε ξερά απ’ την καρέκλα του, κι έκανε νόημα στους τρεις χωροφυλάκους.
— Πάμε να δούμε τι συμβαίνει, είπε.
Προτού όμως να βγει από την πόρτα, στάθηκε κι έριξε μια τρομερή ματιά στους τρεις μισοκρυμμένους λωποδύτες.
Τότε κι αυτοί τα χάσανε λιγάκι, και κοιταχτήκαν αναμεταξύ τους. Μ’ όλο που ήταν εντελώς αθώοι, ένιωσαν ωστόσο, κατά βάθος, πως ήταν τώρα υποχρεωμένοι να πληρώσουν πάλι τα σπασμένα –και πως αυτό μπορούσε να ήταν ένα είδος μυστικής δικαιοσύνης, για όλα όσα είχαν κανωμένα, από καιρό, χωρίς ν’ αποφανούν[2]
Και το καντηλάκι στα ψηλά, έτρεμε τώρα σα χλωμή ψυχούλα, σα μια χλωμή ψυχούλα φοβισμένη –σαν τις ψυχές των έρημων ανθρώπων, των αναξίων, των αποριγμένων, που δεν ελπίζουν στην αγάπη του Θεού, μήτε και στην αγάπη των ανθρώπων –γιατί ποτέ δεν είχανε το θάρρος, άτολμοι και χαμένοι και μικροί, να κάνουν τα μεγάλα τα εγκλήματα, τα φοβερά και φανερά εγκλήματα, που, μέσ’ στη φοβερή μας κοινωνία, δοξάζουν και τιμούν τους πιο μεγάλους…
Κι όταν τους πήραν οι χωροφυλάκοι, κι όλοι μαζί τραβήξαν για το τμήμα – η Παναγίτσα μέσ’ στο «Φτωχικό», κατέβηκε από το κόνισμά της, κατέβηκε σιγά και δίχως κρότο, έκλεισε την πόρτα και το παράθυρο, έφερε βόλτα γύρω στα τραπέζια, κι έπειτα ξανανέβηκε και πάλι, κι έσβησε το μικρούλι καντηλάκι της, το θλιβερό μικρούλι καντηλάκι, αφού οι άνθρωποι ποτέ δε γύρισαν τα μάτι, ν’ ακούσουν την ανώφελη φωνούλα του, που τους συμβούλευε να είν’ αγαπημένοι, και να ’χουν πάντα καθαρή καρδιά, κι ομόνοια και ταπεινοφροσύνη…
Κι αφού κι πάλι έγινε σκοτάδι, μπήκε κι αυτή, ξανά στο κόνισμά της –κι έκλεισε τα μάτια, κουρασμένη.

[1] Ο μανιταρτζής είναι ο πορτοφολάς που εφαρμόζει το λεγόμενο μανιτάρι: αφήνει στο δρόμο ένα πορτοφόλι δήθεν γεμάτο χαρτονομίσματα που το βρίσκει ο αφελής· τότε επεμβαίνει ο συνεργός του μανιταρτζή και πείθει τον αφελή να ανταλλάξει το δήθεν γεμάτο πορτοφόλι που βρήκε με το δικό του.
[2] Χωρίς να φανερωθούν.

Written by

We are Creative Blogger Theme Wavers which provides user friendly, effective and easy to use themes. Each support has free and providing HD support screen casting.

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top