Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Η επιστροφή της πολιτικής στη λογοτεχνία

7:10 π.μ.

Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Ενας πολιτικός άνεμος μοιάζει να φουσκώνει τον τελευταίο καιρό τα πανιά της ελληνικής πεζογραφίας, τραβώντας όλο και συχνότερα την προσοχή κριτικών, δημοσιογράφων και αναγνωστών. Μια λιτή, αλλά πυκνογραμμένη συλλογή διηγημάτων, το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» («Πόλις») του Χρήστου Οικονόμου, σαρώνει εδώ και μερικούς μήνες τις εφημερίδες με κριτικές και παρουσιάσεις, συνοδευμένες από διαδοχικές συνεντεύξεις του συγγραφέα για τη δουλειά του. Οχι αδίκως.


Το βιβλίο του, χάρη σ' έναν εξαιρετικά ευέλικτο νατουραλισμό, κατορθώνει να αποκαλύψει τον παγιδευμένο, αποπνιχτικό και απεγνωσμένο κόσμο των Δυτικών Συνοικιών του Πειραιά, αποφεύγοντας τους αισθηματολογικούς εκβιασμούς και κατορθώνοντας μια καίρια πολιτική σκόπευση: οι ήρωές του σέρνουν έναν χορό προδομένων και απελπισμένων, οδηγημένο στο χείλος του γκρεμού από τις απολύσεις, τη φτώχεια, την ανεργία και την εγκληματικότητα.

Από την τρομοκρατία στο ρατσισμό

Η πολιτική, όμως, ζυμώνεται όχι μόνο με το παρόν, αλλά και με το παρελθόν. Ενα επίσης πολυσυζητημένο βιβλίο, το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου «Απόψε δεν έχουμε φίλους» («Μεταίχμιο»), που πέτυχε υψηλές κυκλοφορίες, αλλά μάλλον δίχασε την κριτική ως προς την τεχνική του αρτιότητα, ξεκινάει από τον Δεκέμβριο του 2008 για να φτάσει μέχρι τα ζοφερά χρόνια της Κατοχής. Η συγγραφέας κάνει σημαία της την πολιτική διαφθορά και την επιστημονική αναξιοπιστία του ελληνικού πανεπιστημίου, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα ανελέητο παιχνίδι εξουσίας γύρω από την ιστορική έρευνα για τον δωσιλογισμό. Στον δωσιλογισμό, ωστόσο, και στη διάχυση της μνήμης του μέσα στον χρόνο (από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τις ημέρες μας), αναφέρεται και το μυθιστόρημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη «10 ώρες δυτικά» («Ελληνικά Γράμματα»), που σχολιάστηκε με τη σειρά του ποικιλοτρόπως στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο.

Η πολιτική ανησυχία δεν μένει, εντούτοις, στον κύκλο των νεότερων (ο Οικονόμου, η Νικολαΐδου και ο Γλυκοφρύδης ανήκουν στη γενιά των σαραντάρηδων), και σπεύδει να αγκαλιάσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και τους μεγαλύτερους.

Από τη φετινή (συμπεριλαμβάνω και το τέλος του 2009), μυθιστορηματική σοδειά σκέφτομαι δύο σημαντικά παραδείγματα, που επίσης προκάλεσαν πλήθος συζητήσεις (μαζί με το κυκλοφοριακό ενδιαφέρον): τον «Καιρό του καθενός» του Δημήτρη Νόλλα και το «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» της Ρέας Γαλανάκη (αμφότερα από τον «Καστανιώτη»). Τόσο η Γαλανάκη όσο και ο Νόλλας έχουν διαποτίσει πολλές φορές με το καυστικό υγρό της πολιτικής το έργο τους, χωρίς, ευτυχώς, να καταλήξουν ποτέ σε καταγγελίες και διακηρύξεις αρχών ή ιδεών. Τώρα, όμως, είναι σαν να δείχνουν πιο ετοιμοπόλεμοι.

Στον «Καιρό του καθενός» (σίγουρα, ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά του), ο Νόλλας καταπιάνεται με ένα θέμα το οποίο τον έχει απασχολήσει από παλιά: την τρομοκρατία. Αν, μολοντούτο, παλαιότερα η τρομοκρατία έτεινε να ταυτιστεί στα βιβλία του με μιαν υπόθεση η οποία ανακαλούσε ένα μάταιο και εν τέλει διαψευσμένο επαναστατικό παρελθόν, στον «Καιρό του καθενός» μπαίνει στο μικροσκόπιο της αφήγησης για να αποκαλυφθεί σε όλη την αμείωτη ένταση και την εσωτερική παρακμή της που φέρνει στο φως ένα τοπίο παραλυτικού κενού.

Από τη μεριά της, η Γαλανάκη συμπλέκει στο «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα», τον μύθο και την Ιστορία, για να ανελκύσει στην επιφάνεια μιαν ανατριχιαστική συνθήκη της πολιτικής καθημερινότητας: το βίαιο πρόσωπο του σύγχρονου ρατσισμού και αντισημιτισμού.

Πηγαίνοντας λίγο προς τα πίσω, στην περσινή και την προπέρσινη παραγωγή, θέλω να υπενθυμίσω δύο ακόμη μυθιστορήματα με σαφές πολιτικό πρόσημο: το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» («Μεταίχμιο»), του Βασίλη Γκουρογιάννη και τη «Λήθη» («Κέδρος»), του Νίκου Βλαντή. Ο Γκουρογιάννης καταπιάνεται με την εξιστόρηση μιας κατασυκοφαντημένης ιστορικής στιγμής, της συμμετοχής των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων (ΕΛΔΥΚ) στον πόλεμο του 1974 με τον Αττίλα στην Κύπρο, υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική μπορεί να τσακίσει τις συνειδήσεις και να ακυρώσει τις αξίες ανθρώπων που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να υπερασπιστούν την ατομική και τη συλλογική τους ακεραιότητα.

Ο Βλαντής, τέκνο μιας άλλης λογοτεχνικής γλώσσας και γενιάς, διαλέγει τον δρόμο της φαντασίας για να μπει στη σφαίρα της πολιτικής, με έναν ήρωα ο οποίος παραμένει εγκλωβισμένος στο βαρύ κλίμα μιας παγωμένης δυστοπίας, που είναι πιθανόν να έχει σχεδιαστεί στον υπολογιστή και να συνιστά προϊόν τεχνητής νοημοσύνης: όταν η φαντασία ανασηκώνει τον πέπλο της πραγματικότητας για να σημάνει τον κίνδυνο μιας άκρως επίφοβης απειλής.

Ο αιώνας της συνεχούς διακινδύνευσης

Δεν θα πάω πιο κάτω χρονικά. Η περιήγησή μου έχει καθαρώς δειγματοληπτικό χαρακτήρα (ένα κορφολόγημα από πρόσφατους ή σχετικά πρόσφατους τίτλους) και δεν περιλαμβάνει τις έμμεσες μορφές προσέγγισης της πολιτικής, όπως το ιστορικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα. Εγραφα πριν από λίγο καιρό από αυτή τη στήλη πως η οικονομική κρίση σπρώχνει εκ των πραγμάτων τη λογοτεχνία προς μιαν ανανέωση ή ενίσχυση της συναναστροφής της με το συλλογικό.

Η αμιγώς πολιτική, ωστόσο, χροιά, την οποία αποκτούν όλο και περισσότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, είναι ένα φαινόμενο το οποίο συνδέεται όχι μόνο με την κρίση, αλλά και με τους ευρύτερους μετασχηματισμούς που φέρνει ο 21ος αιώνας (ένας αιώνας συνεχούς διακινδύνευσης) τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αναθέτοντας και πάλι στην τέχνη του μυθιστορήματος ή του διηγήματος έναν ξεχασμένο ρόλο: τον ρόλο της δημόσιας συμμετοχής και της συντεταγμένης παρέμβασης. *
Το συλλογικό στους παλαιότερους συγγραφείς

Η πολιτική είχε κάποτε πολύ ισχυρότερη παρουσία στην ελληνική πεζογραφία.

Στα πρώτα, αλλά και στα κατοπινά μεταπολιτευτικά χρόνια οι πεζογράφοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που θεμελίωσαν τη θέση τους στα γράμματα στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, συνέχισαν να καταγίνονται με τα δεινά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου, όπως και των κατοπινών πολιτικών εκτροπών, κάνοντας λόγο για τα βαριά τραύματα της ελληνικής κοινωνίας από τις μεταπολεμικές και τις προδικτατορικές πολιτικές της περιπέτειες. Από τον Στρατή Τσίρκα, τον Δημήτρη Χατζή, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Σπύρο Πλασκοβίτη και τον Αντρέα Φραγκιά μέχρι τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Νίκο Κάσδαγλη, τον Νίκο Μπακόλα, τον Παντελή Καλιότσο, τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη και τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, οι πρώτοι μεταπολεμικοί δεν έπαψαν σε όλο το μήκος του έργου τους να μιλούν είτε για τη διάψευση των ηθικών προσδοκιών που γεννήθηκαν από την αντίσταση στον φασισμό, είτε για την οδύνη που προήλθε από την αδιάκοπη παραβίαση των δημοκρατικών ελευθεριών στο πλαίσιο των μετεμφυλιακών εξελίξεων, οι οποίες οδήγησαν και στην επιβολή του απριλιανού καθεστώτος. Χωρίς να χάσουν από τα μάτια τους τον ιστορικό-πολιτικό αναβρασμό της εποχής τους, οι δεύτεροι μεταπολεμικοί (από τον Μένη Κουμανταρέα, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Θανάση Βαλτινό και τον Χριστόφορο Μηλιώνη μέχρι τον Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο, τον Πέτρο Αμπατζόγλου, τον Τόλη Καζαντζή, τον Βασίλη Βασιλικό, τον Περικλή Σφυρίδη, τον Στρατή Χαβιαρά και τον Φίλιππο Δρακονταειδή), εισήγαγαν στους χαρακτήρες και στην εικονογραφία τους την παράμετρο του ατομικού και της καθημερινότητας, βρίσκοντας, όπως είναι ευνόητο, προσφορότερο έδαφος στην αποκατεστημένη πολιτική τάξη της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Σήμερα το ατομικό αρχίζει να περνά σε μια φάση κάμψης ή υποχώρησης εν όψει της καινούργιας εποχής (καμιά, παρ' όλα αυτά σχέση με την εποχή ούτε της πρώτης ούτε της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς), που είναι άγνωστο ακόμη ποια ακριβώς χαρακτηριστικά θα καταλήξει να πάρει τόσο στο επίπεδο της λογοτεχνίας όσο και στο πεδίο της κοινωνίας και της πολιτικής. Τα πάντα είναι ανοιχτά.

Written by

We are Creative Blogger Theme Wavers which provides user friendly, effective and easy to use themes. Each support has free and providing HD support screen casting.

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top