Tης Ιφιγένειας Καλαντζή*

Από τους συγκλονιστικότερους σκηνοθέτες ανάδειξης ηθοποιών, ο Ηλίας Καζάν υπήρξε και ο ίδιος ηθοποιός. Εμφορούμενος από τις σοσιαλιστικές ιδέες μιας θεατρικής κολεκτίβας, που πρότεινε την στανισλαφσκική τεχνική ψυχολογικού ρεαλισμού, απέναντι στον βεντετισμό του Χόλιγουντ, ίδρυσε το 1947 το Άκτορς Στούντιο. Με την περίφημη πρωτοποριακή «Μέθοδο», άλλαξε καθοριστικά την ερμηνεία στο σινεμά, εκμαιεύοντας εκπληκτικές πρωταγωνιστικές ερμηνείες, ακόμα και από νέους και άσημους ηθοποιούς, πολλοί απ' τους οποίους βραβεύτηκαν με Όσκαρ.
Τι ήταν αυτό όμως που έκανε το σινεμά του Ηλία Καζάν να ξεχωρίζει; αναρωτιόμαστε καθώς δόθηκε η ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε τη διαδρομή του μέσα από το εξαιρετικό αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με γεμάτες αίθουσες και εξαντλημένα εισιτήρια. Σε μια εποχή χολιγουντιανών γουέστερν, πολεμικών ταινιών και υπερπαραγωγών βιβλικής θεματολογίας, ο Καζάν στρέφει την κάμερά του στα φτωχικά διαμερίσματα των λαϊκών συνοικιών, για να αφουγκραστεί τις εντάσεις της καθημερινής ζωής των ανθρώπων του μόχθου. Σε συνεργασία με δυνατούς σεναριογράφους και μεγάλους συγγραφείς όπως ο Τζον Στάινμπεκ και ο Τένεσι Ουίλιαμς, κατάφερε να δημιουργήσει πολύ ανθρώπινες ταινίες.
Ο ανθρωποκεντρικός ρεαλισμός, με ψυχοδράματα κοινωνικού χαρακτήρα, επηρέασε όχι μόνο σύγχρονούς του σκηνοθέτες, όπως τους Σάμιουελ Φούλερ και Νίκολας Ρέι, αλλά και τον Σίντνεϊ Λούμετ και τον Τζον Κασσαβέτη, καθώς και μια νεότερη γενιά Αμερικάνων σκηνοθετών, με βασικούς εκπροσώπους τους Κόπολα και Σκορσέζε.
Εγκαινιάζοντας το συμβόλαιό του με τη Φοξ, εντυπωσιάζει με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» (1945). Τα σκηνικά των εσωτερικών αυλών κινηματογραφούνται με κάμερα σε γερανό, ενώ οι εξαιρετικοί φωτισμοί δημιουργούν μια ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια των ηθοποιών, αγγίζοντας μια συγκινησιακή φόρτιση, στα όρια του ιδεαλισμού.
Το 1947, αρχή του ψυχροπολεμικού κλίματος και της περιόδου του μακαρθισμού, δύο μόλις χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, στο λιγότερο γνωστό «Συμφωνία Κυρίων», ένας παθιασμένος δημοσιογράφος (Γκρέγκορι Πεκ) υποδύεται τον Εβραίο, για να στηλιτεύσει τις προκαταλήψεις και τους αποκλεισμούς. Ιδιοκτήτες των μεγάλων στούντιο ήταν ήδη στην πλειοψηφία τους Εβραίοι. Ενδεικτικές είναι οι ατάκες πατριωτικής διάθεσης, όταν με το πρόσχημα του αντισημιτισμού, στιγματίζονται ως προδότες όσοι διαφωνούν με τα ιδεώδη του Αμερικάνικου Έθνους, με την υπογραφή ενός σκηνοθέτη που λάτρεψε το αμερικάνικο όνειρο και πάσχισε να αφομοιωθεί, απαλλάσσοντας τον εαυτό του από τη διάκριση του μετανάστη. Το εκθαμβωτικό βιοτικό επίπεδο των μεσοαστικών στρωμάτων των ηρώων, με λαμπερές δεξιώσεις, συσκευασμένα τρόφιμα και με κάθε λογής ηλεκτρικές συσκευές, ανταγωνίζεται την εξαθλιωμένη εικόνα μιας κατεστραμμένης Ευρώπης, προπαγανδίζοντας τον καταναλωτισμό της νικήτριας υπερδύναμης.
Και ποιος δεν θυμάται την πρωτόγονη ερωτική ορμή ενός κάθιδρου Μάρλον Μπράντο που αναστάτωσε την αιθέρια και αλλοπαρμένη Μπλανς Ντιμπουά (Βίβιαν Λι), στο «Λεωφορείον ο Πόθος» (1951)!
Ο Μπράντο θα αποτελέσει τον τέλειο ερμηνευτή στις αριστουργηματικές ταινίες που θα ακολουθήσουν στην κλασική του περίοδο. Γεμάτο από σπάνια επαναστατική ορμή, μεσουρανούντος του μακαρθισμού, το «Βίβα Ζαπάτα» (1952) σε σενάριο Τζον Στάινμπεκ, από πολλούς θεωρήθηκε ως απόπειρα εξιλέωσης του σκηνοθέτη για τη στάση του, ως κοινού καταδότη. Η παραγνωρισμένη ταινία «Άνθρωπος σε τεντωμένο σκοινί» (1953), μετά την ταπεινωτική του στάση, θεωρήθηκε έμπρακτο πειστήριο οριστικής αποκήρυξης του παρελθόντος του, με την ηρωϊκή έξοδο ενός ολόκληρου τσίρκου που αυτομόλησε από τη σοβιετική Τσεχοσλοβακία στην «ελεύθερη» Βαυαρία, στιγματίζοντας την καταπίεση των Σοβιετικών.
Ωστόσο, το θέμα της αδελφικής προδοσίας αλλά και της κατάδοσης μοιάζει να στοιχειώνει τον σκηνοθέτη. Στο οσκαρικό «Λιμάνι της αγωνίας» (1954), ο Μπράντο, στον ρόλο ενός σκληρού πρώην πυγμάχου, καταδίδει τους μαφιόζους, παρουσιάζοντας περίπτωση μαρτυρίας για καλό σκοπό.
Η δύναμη της νεοφερμένης τηλεόρασης καταγράφεται στο εξαιρετικό «Μια μορφή μέσα στο πλήθος» (1957), με έναν άξεστο επαρχιώτη (Άντι Γκρίφιθ) που γίνεται είδωλο, μέσα από μια ραδιοφωνική εκπομπή, καταφέρνοντας να κατακτήσει και την τηλεόραση. Ένα καυστικό σχόλιο για το σταρ σύστεμ, που εγκαινιάζει το φαινόμενο μαζικής υστερίας των φανατικών θαυμαστριών, αλλά και για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης από έναν τηλεοπτικό δημαγωγό, καθιστώντας την πολιτική άλλο ένα προϊόν.
Απ' τις ωριμότερες στιγμές του «Ο συμβιβασμός» (1969), με έναν πάντα ερωτεύσιμο Κερκ Ντάγκλας, σε κρίση ηλικίας και ταυτότητας, που ερωτεύεται παράφορα τη Φέι Ντάναγουέι και απαρνείται περιουσία, ιδιοκτησία και σύζυγο. Σε μια εντυπωσιακή σκηνοθετική πειραματική προσέγγιση, οι ψυχαναλυτικής διάθεσης φαντασιώσεις του αναμειγνύονται με τις αναμνήσεις, σε αναπαραστατικές αναδρομές στο παρελθόν και σκέψεις, με πολύχρωμα γραφήματα από κόμικς, αποσπάσματα από το «Αμέρικα, Αμέρικα» και μουσικές παρεμβολές με τσιφτετέλι και ταξίμι από μπουζούκι ή κλαρίνο, υποδηλώνουν τις ελληνικές ρίζες του ήρωα.
Το 1999, σε ηλικία 90 ετών, όταν βραβεύτηκε με Όσκαρ που του παρέδωσαν αυτοπροσώπως οι Ντε Νίρο και Σκορτσέζε, υπήρξαν αρκετοί που αρνήθηκαν να χειροκροτήσουν. Και τίθεται το ερώτημα, μπορεί τα αριστουργήματα που μας χάρισε στη μετέπειτα λαμπρή καριέρα του, να αντισταθμίσουν την απόφασή του να καταδώσει, θυσιάζοντας ανθρώπινες ψυχές στον βωμό του κινηματογραφικού του οίστρου; Ο Ντασσέν πάντως δεν του το συγχώρησε ποτέ...

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός, κριτικός κινηματογράφου