Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Όλα περνάν και πάμε…

8:29 π.μ.

Σαν σήμερα πριν από 124 χρόνια, στις 31 Οκτωβρίου 1888, γεννήθηκε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, που το έργο του το μελετάω εδώ και χρόνια. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα συνηθίζω να παρουσιάζω ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, συνήθως με κάποιο αθησαύριστο ή δυσεύρετο έργο του. Το ίδιο συμβαίνει και με το σημερινό μου άρθρο, που το δημοσίευσα, κάπως εκτενέστερο, στο τεύχος Φθινοπώρου 2012 του καλού κυπριακού περιοδικού Μικροφιλολογικά.

Στο αρχείο Λαπαθιώτη στο ΕΛΙΑ υπάρχουν τέσσερις επιστολές του Βίκτωρα Ζήνωνος προς τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, των ετών 1910-11, καθώς και μια επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Ζήνωνα του 1912, που μαρτυρούν την πολύ στενή φιλία ανάμεσα στους δύο νέους, αλλά έχουν και φιλολογικό ενδιαφέρον. Αν όμως ο Λαπαθιώτης δεν χρειάζεται συστάσεις, καλό είναι να πούμε δυο λόγια για τον φίλο του.  Ο Κύπριος λόγιος, ηθοποιός και ποιητής Βίκτωρ Ζήνων (1890-1970), ανήκε σε γνωστή καλλιτεχνική οικογένεια της Λεμεσού. Πατέρας του ήταν ο νομικός Νικόλαος Ζήνων (1838-1908), πρώην Νικόλαος Χαλήλ, γιος του Ιωάννη Νικ. Χαλήλ, κοτζάμπαση Λεμεσού, από την Τρίπολη της Συρίας. Ο Βίκτωρ Ζήνων, μαζί με τ’ αδέλφια του, υπήρξαν οι πρώτοι Κύπριοι ηθοποιοί. Έζησε στην Αθήνα πολλά από τα νεανικά του χρόνια: φοίτησε στο Βαρβάκειο γυμνάσιο και στη συνέχεια στη Νομική σχολή, την οποία ωστόσο εγκατέλειψε χωρίς να πάρει πτυχίο για να αφοσιωθεί στο θέατρο. Εκείνα τα χρόνια, συνδέθηκε στενά με τον ποιητή Ν. Λαπαθιώτη.


Στην αυτοβιογραφία του, ο Λαπαθιώτης αναφέρει ότι γνώρισε τον Βίκτωρα Ζήνωνα στο νομικό φροντιστήριο που διατηρούσε ο αδελφός του, ο Αριστείδης Ζήνων, και ότι αφού συνδέθηκαν φιλικά άρχισαν να παρακολουθούν τα μαθήματα απαγγελίας του Χρηστομάνου. Βέβαια ο Λαπαθιώτης σπάνια προσδιορίζει χρονολογίες στην αφήγησή του, ούτε και τηρεί απολύτως γραμμική σειρά στην εξιστόρηση, ενώ και η έκδοση της αυτοβιογραφίας του δεν έχει επαρκή υπομνηματισμό ώστε να μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε τα γεγονότα. Ευτυχώς όμως ο Λαπαθιώτης κάνει εκτενή αναφορά στις παραστάσεις που έδωσε στην Αθήνα η Σάρα Μπερνάρ, τις οποίες Λαπαθιώτης και Ζήνων παρακολούθησαν έχοντας εξασφαλίσει εισιτήρια από τον Χρηστομάνο, και από τις εφημερίδες της εποχής βρίσκουμε ότι οι παραστάσεις αυτές έγιναν τον Νοέμβριο του 1908. Τότε ο Ζήνων ήταν ήδη στενός φίλος του Λαπαθιώτη· μάλιστα, σε άλλο σημείο της αυτοβιογραφίας, ο Λαπαθιώτης κάνει λόγο για ένα μπιλιετάκι που είχε γράψει στην Σάρα Μπερνάρ αλλά δεν μπόρεσε να της το δώσει, και που το φύλαξε ο Ζήνων. Εκτός αυτοβιογραφίας, πρώτη ένδειξη της γνωριμίας τους είναι η παρουσίαση ποιημάτων του Λαπαθιώτη από τον Ζήνωνα στην εφημερίδα Σάλπιγξ της Λεμεσού τον Δεκέμβριο του 1907. Άλλες αναφορές στον Β. Ζήνωνα δεν βρίσκουμε στην αυτοβιογραφία, όμως η φιλία τους είναι βέβαιο ότι συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια.
Στο σημερινό σημείωμα θα παρουσιάσουμε την πρώτη επιστολή του Ζήνωνος, που έχει και το μεγαλύτερο φιλολογικό ενδιαφέρον, μιας και μας δίνει ενδείξεις για αθησαύριστα ποιήματα του Λαπαθιώτη. (Ευχαριστίες οφείλω στον Λευτέρη Παπαλεοντίου που έθεσε υπόψη μου τις επιστολές και μου έδωσε πολλές πληροφορίες για τον Β. Ζήνωνος). Η επιστολή γράφτηκε από τη Λεμεσό. Ως φοιτητής ο Ζήνων θα επισκεπτόταν στις διακοπές του πανεπιστημίου τη γενέτειρά του, και τότε μόνο θα υπήρχε ανάγκη για αλληλογραφία με τον Λαπαθιώτη, αφού όταν βρίσκονταν και οι δυο στην Αθήνα έκαναν ταχτική παρέα.
Η επιστολή δεν έχει ημερομηνία, αλλά πρέπει να γράφτηκε δυο-τρεις μέρες μετά τις 14/27.8.1910, μια και ο Ζήνων γράφει ότι εσωκλείει απόκομμα της εβδομαδιαίας εφημερίδας Αλήθεια με την πρώτη συνέχεια της μετάφρασης του διηγήματος του Oscar Wilde «Ο μικρός βασιλιάς» (από τη γαλλική μετάφραση της συλλογής, με τίτλο La maison des grenades, 1902), η οποία δημοσιεύτηκε στις 27.8.1910 (με το νέο ημερολόγιο που ίσχυε στην Κύπρο), ενώ προαναγγέλλει τη δημοσίευση της επόμενης εβδομάδας. Έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία.

Χρυσούλη μου
χι, χι, χι (λυγμοί)
Με γέλιο άρχιζες το γράμμα σου κι εγώ με κλάμα αρχίζω το δικό μου· κλαίω από ζήλεια για όσα μου γράφεις πως κάνεις, κλαίω από λύπη για όσα ποθώ και δεν μπορώ να κάνω, κλαίω από λύσσα γιατί βρίσκομαι δεμένος δω πέρα σ’ εποχή που εσύ εκστρατεύεις τροπαιοφόρος κατακτητής στο επίνειον των Αθηνών. Έτσι λοιπόν ο κακομοίρης ο Πειραιάς; κι εγώ που δεν τον εχώνευα καθόλου πριν! μα πού να ξέρω ο δυστυχισμένος! Την Καστέλα όμως πάντα την αγαπούσα δεν μπορεί να ’χει παράπονο από μένα, την εύρισκα πάλι τόσο όμορφη χωρίς να ξέρω ακόμα πως μπορούσε να δίνει άσυλο στας εκλεκτάς μας υπάρξεις. Γιατί όμως δε μου γράφεις κι ονόματα Ναπολέων μου; Ποια είναι η πλούσια εκείνη κόρη που θέλει να κλέψει την άλλη; ποιο είναι το επίθετο του Αιμιλίου σου; ποιο είναι το παιδάκι της Καστέλας; γράψε μού τα να με χαρείς ξανθή μου Αραπίτσα!  ώστε για τον Αιμίλιο και για το ναυάγιό σας είχες γράψει τελευταία στον «Παρνασσό» το «Θυμάσαι που γλιστρήσαμε μονάχοι σε μια βάρκα κι έσπρωχνα τα βαριά κουπιά, κι εκράτεις το τιμόνι;» Πολλὴν δόσιν αλτρουισμού θέλεις να επιδείξεις φαίνεται, προσκαλώντας με να το σκάσω και να ξανάρθω κοντά σας, ενώ δυὸ γραμμὲς πρωτύτερα μου γράφεις πως επαρατήρησες ότι, όταν λείπω οι ερωτοδουλειές σου όλες πάνε καλά, ενώ μόλις γυρίσω θαλασσώνονται.
Αλλά κι αυτό να μην ήταν, φαίνεται χρυσέ μου πως την φορά αυτή δε θα μπορέσω να το σκάσω τόσο γρήγορα, κι αυτό ήταν που μ’ απελπίζει περισσότερο. Αν μ’ έβλεπες πώς έγινα δε θα μ’ εγνώριζες· γουρούνι κυριολεκτικώς από το πάχος· τι θέλεις να σου κάνω, φαΐ και ύπνο, ύπνο και φαΐ, κάπου κάπου γράφω κανένα χρονογράφημα στην «Αλήθεια» σε φρικτή καθαρεύουσα σαν αυτό που σου στέλνω να διαβάσεις αν έχεις τέτοια αυταπάρνηση, ή καμιά κριτική για βιβλία νιόβγαλτα. Υπάρχουν και κάτι όμορφα επεισόδια στο μπάνιο που κάνω θαλάσσια λουτρά (φαντάσου ότι έμαθα να κολυμπώ) αλλά αυτά για να σ’ τα γράψω πρέπει να βεβαιώσεις πρώτα πως δεν παραβιάζεται από τη μαμά σου το απόρρητον των επιστολών μου.
Σου στέλνω χωριστά και μιαν «Αλήθεια» εις την οποίαν άρχισα να μεταφράζω σ’ επιφυλλίδα το «Jeune roi» του Wilde, από την Maison des Grenades, θα σου στείλω αργότερα όταν εκδοθούν και τ’ άλλα φύλλα. Αν δε βαριέσαι διάβασ’ τα και γράψε μου αν είναι καλά μεταφρασμένα. Στο ερχόμενο φύλλο της Αλήθειας εκτός των μεταφράσεων δημοσιεύω και μια σύντομη βιογραφία περί Wilde και μέσα σ’ αυτήν αναφέρω κι εσένα. Βλέπεις αγωνίζομαι κι εγώ οσάκις μπορώ για το θρίαμβο της Ιδέας.  Εσύ με έργα εκεί πέρα κι εγώ με λόγια εδώ κάτω.
Έχω πολλά πράγματα αληθινά περίεργα να σου γράψω μα πρέπει πρώτα να με βεβαιώσεις για κείνο που σου είπα, πως δεν υπάρχει δηλ. κίνδυνος να τα ιδεί η μαμά σου. Ξέρεις τι φούρκα μ’ έπιασε όταν, γυρίζοντας την τρίτη σελίδα της επιστολής σου, ύστερ’ από τη φράση «και τώρα άκουσε και κάτι τρομερό προ-» δε βρήκα παρά άσπρο χαρτί και ούτε τρομερό ούτ’ υπογραφή ούτε τίποτα; γιατί το ’κανες αυτό; για ν’ αποφύγεις να υπογράψεις μια τόσο σκανδαλώδη επιστολή; Τέρας! Ε τέρας! Χαιρετισμούς στη χρυσή σου μαμά.
γράψε μου γρήγορα να χαρείς.
σε φιλώ αθεμίτως
Βίκτωρας
[εδώ συνεχίζει να γράφει στο πλάι]
Έτσι λοιπόν με την καρδιά της Λώρας; δόξασοι ο Θεός που τ’ απεφάσισες· ήταν καιρός πια να κατακτήσεις και τη σκηνή για να σκάσει μια ώρα αρχύτερα ο βλακοτσοκόπουλος απ’ το κακό του. Σου εύχομαι κάθε θρίαμβο!
[τώρα γυρνά στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας]
Υ.Γ. πες σε παρακαλώ του Έχτωρα Άδωνι να μου στείλει όσα τεύχη της Ανεμώνης εβγήκαν από το[ν] καιρό που έφυγα. Τι διάβολο! Έτσι ξεχνούν τους συναγωνιστάς που αναγκάστηκαν να εξοριστούν εξαιτίας τους; Β.
Δεν ξέρω αν έχει αφήσει αρχείο ο Β. Ζήνων και αν σώζεται εκεί η επιστολή του Λαπαθιώτη, πάντως μπορούμε να μαντέψουμε το περιεχόμενό της· ασφαλώς θα αφηγείται κάποιαν ερωτική περιπέτεια στην Καστέλα. Φιλολογικό ενδιαφέρον έχουν τα υστερογραφικά της επιστολής. Από την εγγραφή στο πλάι της σελίδας, εικάζω ότι ο Λαπαθιώτης έγραφε στον Ζήνωνα ότι είχε αρχίσει να γράφει θεατρικό έργο με τίτλο «Η καρδιά της Λώρας». Να θυμηθούμε ότι όταν οι δυο τους φοιτούσαν στο φροντιστήριο απαγγελίας του Χρηστομάνου, είχαν παίξει το (χαμένο πια) μονόπρακτο του Λαπαθιώτη «Απ’ τα μεσάνυχτα ως τα γλυκοχαράματα». Θυμίζω επίσης ότι το 1925 ο Λαπαθιώτης δημοσίεψε στο Μπουκέτο το διήγημα «Η καρδιά της Δώρας», ίσως όμως πρόκειται για σύμπτωση. Ο Ζήνων λοιπόν ελπίζει ότι η επιτυχία του Λαπαθιώτη θα κάνει τον Τσοκόπουλο να ζηλέψει· είναι νωπές οι επιθέσεις του (επιφανούς θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου) Γ. Τσοκόπουλου από τις στήλες της Εστίας εναντίον των «οσκαρουαϊλδιστών» της Ανεμώνης.
Ακριβώς το υστερόγραφο αναφέρεται στην Ανεμώνη. Ο Ζήνων είχε συνεργαστεί σε όλα τα τεύχη πλην του τελευταίου: στο 1ο τεύχος με ένα σύντομο πεζογράφημα, στο 2ο τεύχος με το (αθώο) ποίημα «Ο θάνατος της ορφανής», αφιερωμένο στον Λέαντρο Παλαμά, ενώ στο «αμαρτωλό» τ. 3-4 συμμετείχε με ένα ποίημα με τίτλο Chansonette [Τραγουδάκι], αφιερωμένο «Στον γλυκό μου φίλο Κ.Α.», ερωτικό, προς ένα «ξανθό αγόρι». Μετά το σκάνδαλο που προκάλεσε το τεύχος (και ιδίως το ποίημα «Κι έπινα μέσ’ απ’ τα χείλια σου» του Λαπαθιώτη με τους περίφημους κόκκινους μπερντέδες), η Ανεμώνη έβγαλε ένα ακόμα τεύχος (τον Ιούλιο του 1910), το τελευταίο της, που πάντως δεν ήταν «ακόμα πιο τολμηρό» όπως θυμάται στην αυτοβιογραφία του ο Λαπαθιώτης.
Η φράση του Ζήνωνος ότι «αναγκάστηκε να εξοριστεί» μπορεί να σημαίνει ότι μετά το σκάνδαλο της Ανεμώνης οι οικείοι του τον κάλεσαν εσπευσμένα στην Κύπρο, μπορεί όμως να είναι και χαριτολόγημα. Ο Έχτωρας Άδωνις (έτσι υπέγραφε, προφανώς ψευδώνυμο) ήταν μέλος της πενταμελούς συντακτικής επιτροπής του περιοδικού.
Και θα κλείσω με αυτό που υπαινίχθηκα πιο πάνω, το αθησαύριστο λαπαθιωτικό ποίημα που μας φανερώθηκε χάρη στην επιστολή. Πράγματι, αναδιφώντας τα φύλλα του περιοδικού Εικονογραφημένος Παρνασσός βρίσκουμε, στο πρώτο έτος του περιοδικού, στο τεύχος 15, δυο ποιήματα με τον γενικό τίτλο «Τραγούδια τόσα δα».
Το πρώτο από αυτά, με τίτλο La Plainte du rossignol [Το παράπονο του αηδονιού] είναι το ήδη γνωστό μας και καταγραμμένο «Αηδόνι» (Έχω έν’ αηδόνι στο κλουβί…), που έτσι αποκτά χρονολογία πρώτης δημοσίευσης, ενώ το άλλο, αθησαύριστο ίσαμε σήμερα, είναι το εξής:
Songes d’antan
Θυμάσαι τις θολές νυχτιές
-τα μαύρα μεσονύχτια-
που σ’ έσερνα στου Πόθου μου
τα ολόγλυκα τα δίχτυα,
Και, σα στοιχειά, πλανιόμαστε
στα σκοτεινά τα πάρκα;…
…Θυμάσαι που γλιστρήσαμε
μια νύχτα, σε μια βάρκα,
κι ώρες επολεμούσαμε
ως την αυγούλα, μόνοι,
να σπρώχνω τα βαριά κουπιά,
να στρίβεις το τιμόνι;
…Θυμάσαι που τραβούσαμε
μακριά, στον κάμπο, μίλια,
και παπαρούνες κόβαμε,
θυμάρια, χαμομήλια…
Κι ύστερα αργά -στο γυρισμό-
σαν ίσκιοι, αγάλι-αγάλια
βουβοί κι οι δυο, στολίζαμε
της σάλας τ’ ανθογυάλια;
…Όλα περνάνε, Αγάπη μου,
όλα περνάν -και πάμε
στο χώμα, αναστενάζοντας
«Θυμάσαι» και «Θυμάμαι»…
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον τίτλο Songes d’antan [Αλλοτινά όνειρα] τον είχε χρησιμοποιήσει ήδη ο Λαπαθιώτης ως τίτλο ενός πεζογραφήματός του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελλάς το 1909 (Τώρα στη συλλογή διηγημάτων «Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες» που κυκλοφόρησε, σε δική μου επιμέλεια, πέρυσι από τις εκδόσεις Ερατώ). Πιο σημαντικό είναι ότι το ποίημα είναι μεν αθησαύριστο αλλά υπάρχει στο αρχείο Λαπαθιώτη στο ΕΛΙΑ, απαράλλαχτο όπως στη δημοσίευση, με χρονολογική ένδειξη Μάρτιος 1909. Άλλωστε, και το «Αηδόνι» υπάρχει στο αρχείο, με χρονολογική ένδειξη 24.4.1909. Ο Λαπαθιώτης έχει και άλλες δημοσιεύσεις στο περιοδικό Εικονογραφημένος Παρνασσός που δεν έχουν βιβλιογραφηθεί.
Πάντως, αφού το ποίημα ήταν ήδη γραμμένο από το 1909, δεν στέκει η εικασία, που διατυπώνει ο Βίκτωρ Ζήνων στην επιστολή, ότι γράφτηκε με την ευκαιρία της ερωτικής περιπέτειας της Καστέλας. Όμως και οι επόμενες επιστολές προς Λαπαθιώτη έχουν φιλολογικό ενδιαφέρον, αλλά θα τις δούμε σε επόμενο άρθρο.

Written by

We are Creative Blogger Theme Wavers which provides user friendly, effective and easy to use themes. Each support has free and providing HD support screen casting.

 

© 2013 "στο... Επτά". All rights resevered. Designed by Templateism

Back To Top